- ακρυστάλλωτος
- -η, -οαυτός που δεν είναι κρυσταλλωμένος: Το σιρόπι του γλυκού σου είναι ακρυστάλλωτο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ακρυστάλλωτος — η, ο [κρυσταλλώνω] (συνήθως για γλυκίσματα που παρασκευάζονται σε υγρή κατάσταση) αυτός που δεν κρυστάλλωσε, δεν σχημάτισε κρυστάλλους … Dictionary of Greek